νιάκαρη

νιάκαρη
η, και νιάκαρο, το, και νιακαράς, ο
βλ. νάκαρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νάκαρο — (I) και νιάκαρο, το, και νιάκαρη, η και νιακαράς, ο κρουστό ή πνευστό μουσικό όργανο, το τύμπανο ή η σάλπιγγα, το ανάκαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότατο ιταλ. naccaro με επίδραση τού βεν. gnacara (< αραβ. nakkare, πρβλ. και τουρκ. nakkare), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”